- εἰσδύσεως
- εἰσδύσεω̆ς , εἴσδυσιςentrancefem gen sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
είσδυση — η (Α εἴσδυσις) το να εισδύσει, να μπει κάποιος ή κάτι κάπου νεοελλ. φρ. «δοκιμές εισδύσεως» προσδιορισμός τής σκληρότητας ασφάλτου ή άλλου ανθεκτικού υλικού με μέτρηση σε δέκατα χιλιοστομέτρου τού βάθους στο οποίο έφθασε βελόνα διαμέτρου ενός… … Dictionary of Greek
εισδυσίμετρο — το συσκευή με την οποία μετρούν τη σκληρότητα ανθεκτικού υλικού εφαρμόζοντας δοκιμή εισδύσεως … Dictionary of Greek
πενετρόμετρο — το τεχνολ. το εισδυσίμετρο, δηλαδή συσκευή με την οποία μετρούν τη σκληρότητα ανθεκτικού υλικού εφαρμόζοντας δοκιμή εισδύσεως. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο συνθ., πρβλ. αγγλ. penetrometer < λατ. penetro «εισδύω» + μέτρο] … Dictionary of Greek